σύρρηξις
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
εως, ἡ,
A internal rupture (into another part) of abscess, Heliod. ap. Orib.44.9.1, Archig. ap. Aët.8.73, Ruf. ap. eund.11.18, Aret.CD1.13. 2 clashing together, Plot.4.5.5 (nisi σύρραξιν legend.).
Greek (Liddell-Scott)
σύρρηξις: ἡ, τὸ συρρήγνυσθαι ἢ ἐκρήγνυσθαι, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 13. 2) διάρρηξις, ἥπατος Θεόφιλ. Νόνν. τ. 2, σ. 86.
Greek Monolingual
-ήξεως, ἡ, ΜΑ συρρήγνυμι
μσν.
ρήξη, διάρρηξη («σύρρηξις ἥπατος», Θεοφάν.)
αρχ.
1. (για απόστημα) σπάσιμο σε κάποιο άλλο μέρος
2. σύρραξη, σύγκρουση.