τζαμπατζής
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Greek Monolingual
και τσαμπατζής, ο, θηλ. τζαμπατζίδισσα και τζαμπατζού Ν
1. αυτός που συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει κάτι χωρίς πληρωμή και το κατορθώνει, χαραμοφάης, αμακαδόρος, παρακεντές
2. (ειδικά) αυτός που παρακολουθεί θεατρική ή άλλη παράσταση χωρίς να πληρώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. caba-ci].