τζαμπατζής

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

και τσαμπατζής, ο, θηλ. τζαμπατζίδισσα και τζαμπατζού Ν
1. αυτός που συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει κάτι χωρίς πληρωμή και το κατορθώνει, χαραμοφάης, αμακαδόρος, παρακεντές
2. (ειδικά) αυτός που παρακολουθεί θεατρική ή άλλη παράσταση χωρίς να πληρώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. caba-ci].