τετράγγουρο
From LSJ
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
Greek Monolingual
το / τετράγγουρον ΝΜΑ, και τετραγγούριον Μ
νεοελλ.
κοινή ονομασία είδους του φυτού πεπονιά
μσν.-αρχ.
είδος μεγάλου αγγουριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀγγούριον.