ὑαλοῦς
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
A v. ὑάλεος.
German (Pape)
[Seite 1168] ῆ, οῦν, zusammengezogen statt ὑάλεος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλοῦς: ᾶ, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ ὑάλεος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
και ὑελοῡς, -ῆ, -οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, -έα, -ον, Α
1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.)
2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -εος /-οῦς (πρβλ. χρύσ-εος / -οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. wea2reja, weareja].