σφαιρωτός
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ή, όν,
A rounded, Opp.C.2.92. II with a ball or button at the end, X.Eq.8.10.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιροειδής, στρογγύλος, Ὀππ. Κυν. 2. 92. ΙΙ. ἔχων σφαῖραν ἢ κομβίον κατὰ τὸ ἄκρον, ὡς τὸ ἐσφαιρωμένος, Ξεν. Ἱππ. 8. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 arrondi;
2 garni d’un bouton, boutonné, moucheté.
Étymologie: σφαιρόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφαιρωτός, -ή, -όν, ΝΑ σφωρῶ
αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής
νεοελλ.
1. αυτός που έχει εφοδιαστεί με σφαίρες
2. φρ. «σφαιρωτό σμήνος»
αστρον. βλ. σμήνος
αρχ.
αυτός που έχει σφαιρίδιο στο άκρο του.