ὑμνοπόλος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνοπόλος Medium diacritics: ὑμνοπόλος Low diacritics: υμνοπόλος Capitals: ΥΜΝΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: hymnopólos Transliteration B: hymnopolos Transliteration C: ymnopolos Beta Code: u(mnopo/los

English (LSJ)

ον,

   A composing songs of praise, κεφαλή Phalar.Ep.78.3.    II Subst. -πόλος, ὁ, poet, minstrel, Emp.146, Simon.184, AP 7.18 (Antip.Thess.), etc.; ὑμνηπόλος, ὁ, Suid., prob. in IG14.1014.1.

German (Pape)

[Seite 1179] = ὑμνηπόλος; Emped. 407; Gaetul. 3 (VI, 190); Ant. Thess. 56 (VII, 18); M. Arg. 28 (XI, 87); δὁνακες Antp. Sid. 35 (Plan. 2201, u. öfter Anth. u. a. sp. D., wie Nonn. D. 11, 111.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοπόλος: -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· ὑμνοπόλος κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, ποιητής, ὑμνητήρ, Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοπόλος poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, πολέω.

Greek Monolingual

και ὑμνηπόλος, -ον, Α
1. αυτός που ασχολείται με τη σύνθεση ύμνων
2. το αρσ. ως ουσ. ὑμνοπόλος
ο ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο-πόλος.