τονώνω
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
Greek Monolingual
τονῶ, -όω, ΝΑ τόνος (Ι)]
1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τον τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.)
2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως τονουμένων», Σχολ. Ιλ.)
νεοελλ.
μτφ. αναζωογονώ, ζωντανεύω («η χορήγηση του δανείου τόνωσε την επιχείρηση»)
αρχ.
(στους Στωικούς) διαμορφώνω με δημιουργική δύναμη της φωτιάς («[οὐσίαι] ἐπὶ τὸ οἰκεῑον τῇ φύσει αὐτῶν παραγίνονται σχῆμα τετονωμέναι», Στωικ.).