σωκάριον
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
τό,
A = σχοινίον, Hero *Geom.4.11, dub. l. in Gp.20.42.
German (Pape)
[Seite 1059] τό, = σχοινίον, Hero in Math. vett.
Greek (Liddell-Scott)
σωκάριον: τό, = σχοινίον, Ἀρχ. Μαθ. Γεωπ. 20, 42, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί ενός αναμενόμενου σοκκάριον < σόκκος / σόκος (πρβλ. και μσν. σῶκος [ΙΙ])].