ταυρόκρανος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον,
A bull-headed, E.Or.1378 (lyr.), APl.4.126.
German (Pape)
[Seite 1073] = ταυροκέφαλος; Ὠκεανός, Eur. Or. 1378; Ep. ad. 296 (Plan. 126).
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόκρᾱνος: -ον, = ταυροκέφαλος, Εὐρ. Ὀρ. 1378, Ἀνθ. Πλαν. 126.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει κεφάλι ταύρου, ταυροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κρανος (< κρᾶνον βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ἐλαφό-κρανος].