τηλεσκόπιο

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. (μετρολ.-τεχνολ.) όργανο επισκόπησης απομακρυσμένων αντικειμένων με συγκέντρωση και ενίσχυση της προερχόμενης από τα επισκοπούμενα αντικείμενα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
2. ως κύριο όν. το Τηλεσκόπιο
αστρον. μικρός αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου
3. φρ. α) «οπτικό τηλεσκόπιο»
τεχνολ. τηλεσκόπιο στο οποίο το φως συλλέγεται και εστιάζεται έτσι ώστε το αντικείμενο να μπορεί να μεγεθυνθεί ή να παρατηρηθεί μέσω προσοφθάλμιου συστήματος ή να φωτογραφηθεί και στο οποίο το φως μπορεί επίσης να διοχετευθεί για επεξεργασία σε βοηθητική συσκευή, όπως είναι ο φασματογράφος
β) «διοπτρικό τηλεσκόπιο» — οπτικό τηλεσκόπιο το οποίο χρησιμοποιεί σύστημα φακών που προκαλούν διάθλαση τών οπτικών ακτίνων
γ) «κατοπτρικό τηλεσκόπιο» — οπτικό τηλεσκόπιο στο οποίο το φως συλλέγεται και εστιάζεται μέσω κατόπτρων
δ) «τηλεσκόπιο Σμιτ» — τηλεσκόπιο που συνδυάζει τα καλύτερα χαρακτηριστικά τόσο τών διοπτρικών όσο και τών κατοπτρικών τηλεσκοπίων και χρησιμοποιείται, κυρίως, για τον προσδιορισμό του περιεχομένου του σύμπαντος
ε) «ηλιακό τηλεσκόπιο» — ειδικό τηλεσκόπιο για την ηλιακή αστρονομία
στ) «διπλό τηλεσκόπιο» — ζεύγος ραδιοτηλεσκόπιων τα οποία χρησιμοποιούνται ως συμβολόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telescope (< τηλεσκόπος). Η λ., στον λόγιο τ. τηλεσκόπιον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].