ὑπεκφεύγω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
A flee away or escape, Il.8.243, 20.191, Od.23.320, S.Ant.553, Pl.Euthd.291b. II mostly c. acc., escape from, ὑ. ὄλεθρον, κῆρα, κακότητα, Il.6.57, 16.687, Od.3.175, al.; μίασμα S.Ant.776; ἐπηρείας τοιαύτας Marcellin.Puls. 89; τὸ κέρας τῶν Πελοποννησίων . . ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Th.2.90, cf. 91.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. φεύγω), daraus entfliehen, heimlich entkommen; Il. 8, 243. 20, 191 Od. 23, 320; gew. c. acc., ὄλεθρον 12, 446, κῆρα Il. 16, 687 u. öfter; ὃπως μίασμα πᾶσ' ὑπεκφύγῃ πόλις, Soph. Ant. 772, vgl. 549; πολλοὺς ὑπεκφύγοις ἂν ἀνθρώπων λόγους Eur. Suppl. 565; τὶ ἐς τόπον, Thuc. 2, 91; Plat. Euthyd. 291 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκφεύγω: ἐκφεύγω, διαφεύγω κρυφίως, Ἰλ. Θ. 243, Υ. 191, Ὀδ. Ψ. 320, Σοφ. Ἀντ. 553, Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., διαφεύγω τι, ὑπ. ὄλεθρον, κῆρα, κακότητα (ἴδε ἐν λέξ., ὑπεκφέρω), Ἰλ. Ζ. 57, ΙΙ. 687· μίασμα Σοφ. Ἀντ. 776· τὸ κέρας τῶν Πελοποννησίων... ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Θουκ. 2. 90, πρβλ. 91.
French (Bailly abrégé)
1 intr. s’enfuir secrètement;
2 échapper à, acc..
Étymologie: ὑπό, ἐκφεύγω.
English (Autenrieth)
aor. 2 ὑπεξέφυγον and ὑπέκφυγον, opt. -οι, inf. -έειν: escape or come safely forth from, w. acc.
Greek Monolingual
ὑπεκφεύγω ΝΜΑ
διαφεύγω κρυφά
νεοελλ.
αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο, με ελιγμό
αρχ.
(με αιτ.) αποφεύγω («ὅπως μίασμα πᾱσ' ὑπεκφύγῃ πόλις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφεύγω «φεύγω έξω, διαφεύγω»].