υφαρπάζω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source

Greek Monolingual

ὑφαρπάζω ΝΑ, και ιων. τ. ὑπαρπάζω Α ἁρπάζω
1. αρπάζω κάτι επιτήδεια και κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω
2. μτφ. αποσπώ ή επιτυγχάνω κάτι από κάποιον με έντεχνο τρόπο χωρίς να του δώσω χρόνο να αντιδράσει (α. «κατόρθωσε να υφαρπάσει τη συγκατάθεση του πατέρα της» β. «τὴν πρὶν Ἀλεξάνδρου ψῆφον ὑφαρπαμένη», Ανθ. Παλ.)
διακόπτω κάποιον και παίρνω εγώ τον λόγο (α. «υφαρπάζω τον λόγο» β. «ὁ δὲ ὑφαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αρπάζω κάτι που βρίσκεται κάτω από κάποιον («ἐπειδὴ καὶ τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε», Ξεν.)
2. μτφ. αποπλανώ, παρασύρω
3. μέσ. ὑφαρπάζομαι
μτφ. αρπάζω στη στιγμή, κατανοώ γρήγορα το νόημα μιας πρότασης.