συνετίζω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνετίζω Medium diacritics: συνετίζω Low diacritics: συνετίζω Capitals: ΣΥΝΕΤΙΖΩ
Transliteration A: synetízō Transliteration B: synetizō Transliteration C: synetizo Beta Code: suneti/zw

English (LSJ)

   A cause to understand, LXX Ps.118(119).27,34, Ne.8.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνετίζω: ποιῶ τινα συνετόν, κάμνω τινὰ νὰ ἐννοήσῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄ 27, 34, κτλ.), Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 103, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 196.

Greek Monolingual

ΝΜΑ συνετός
κάνω συνετό κάποιον, εμπνέω σύνεση, σωφρονίζω (α. «δυστυχώς, κανείς δεν μπόρεσε να τον συνετίσει, έκανε πάντα το δικό του» β. «συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς έντολάς Σου», ΠΔ).

Greek Monolingual

ΝΜΑ συνετός
κάνω συνετό κάποιον, εμπνέω σύνεση, σωφρονίζω (α. «δυστυχώς, κανείς δεν μπόρεσε να τον συνετίσει, έκανε πάντα το δικό του» β. «συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς έντολάς Σου», ΠΔ).