σχετίζω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

Ν
1. συσχετίζω, συνδέω, αλληλεξαρτώ («δεν μπορείς να σχετίσεις την τωρινή συμπεριφορά του με αυτό που συνέβη μεταξύ σας πριν από δέκα χρόνια»)
2. παρομοιάζω, συγκρίνω
3. μέσ. σχετίζομαι
α) διατηρώ σχέσεις με κάποιον
β) συνδέομαι ερωτικά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχετ-ικός. Το ρ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ἑλληνικά Χρονικά].