τᾶλις
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A marriageable maiden, S.Ant.629 (anap.), Call.Aet. 3.1.3. (Aeol. word acc. to Sch.S.l.c.: also, betrothed maiden, married woman, and bride, acc. to Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, ein mannbares Mädchen, Braut, Soph. Ant. 625; nach Hesych. ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῖκα γαμετήν; Phot. citirt es auch aus Ar.
Greek (Liddell-Scott)
τᾶλις: -ιδος, ἡ, κόρη εἰς ἡλικίαν γάμου καὶ ὀνομασθεῖσα τινὶ νύμφη, Σοφ. Ἀντ. 629, Καλλ. Ἀποσπ. 210. (Αἰολ. λέξ. κατὰ τὸν Σχολ. Σοφ. Ἴσως σχετίζεται πρὸς τὸ θῆλυς· ὁ Κούρτ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ Σανσκρ. Taru.nî (νεαρὰν κόρην).) - Καθ’ Ἡσύχ.: «τᾶλις· ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῖκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην», ἴδε σημ. Jebb. εἰς Σοφ. Ἀντιγόνην ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε καὶ Σεμιτέλ. αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
jeune fille nubile.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
-άλιδος, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. κόρη σε ηλικία γάμου
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μελλόνυμφος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.).