τάρπη
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ἡ,
A large wicker basket, IG22.1628.506, Poll.10.158, EM746.53; Syracusan acc. to Hsch.: so ταρπόνη, ἡ, Peripl.M.Rubr.65; ταρπός, ὁ, Poll.7.174: cf. τερπός.
German (Pape)
[Seite 1071] ἡ, = Vorigem, Poll. 7, 174.
Greek (Liddell-Scott)
τάρπη: ἡ, κόφινος μέγας πλεκτὸς ἐκ λύγων, Πολυδ. Ι΄, 158, Ἐτυμολ. Μέγ. 746, 54· οὕτω ταρπάνη, ἡ, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 37· ταρπός, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 174. (Συγγενὲς τῷ ταρρός, ταρσός).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
μεγάλο πλεχτό κοφίνι από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία ωστόσο διάδοση, από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: ταρπός και τερπός (ὁ), ταρπόνη, ταρπάνη και τερπόνη (πρβλ. αγχ-όνη) και επίσης σάρπους
κιβωτούς, δάρπη
κόφινος.