ὑΐδιον
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
(A), τό, Dim. of ὗς, X.Mem.1.2.30 codd., IG12.38.12 (prob.);
A v. ὕδιον.
ὑΐδιον (B), τό, Dim. of υἱός, Ar.V.1356 (so cod. R, not υἱίδιον).
Greek (Liddell-Scott)
ὑΐδιον: (ἢ ὑἵδιον), τό, ὑποκορ. τοῦ ὗς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 30.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit cochon.
Étymologie: ὗς.
Greek Monolingual
(I)
και υἵδιον και υἱίδιον, τὸ, Α υἱός
υποκορ. μικρός γιος.———————— (II)
τὸ, Α ὗς
υποκορ. μικρός χοίρος.