ὑπονύσσω

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονύσσω Medium diacritics: ὑπονύσσω Low diacritics: υπονύσσω Capitals: ΥΠΟΝΥΣΣΩ
Transliteration A: hyponýssō Transliteration B: hyponyssō Transliteration C: yponysso Beta Code: u(ponu/ssw

English (LSJ)

   A prick or sting underneath: generally, sting, Theoc.19.3; prick, Ael.NA2.50; prod, goad, ταῦρον Hld.10.28; τοὺς ὑποχειρίους LXX Is.58.3:—Pass., ὑπονύσσεται· καταπονεῖται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] unten oder ein wenig stechen, spornen, übertr., – reizen, beunruhigen, Theocr. 19, 3; Hesych. erkl. ὑπονύσσεται, καταπονεῖται.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονύσσω: μέλλ. -ξω, κεντῶ κάτωθεν· καθόλου, κεντῶ, πλήττω, Θεόκρ. 19. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπονύσσεται· καταπονεῖται» (δηλ. ὁ ἵππος) Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

piquer légèrement.
Étymologie: ὑπό, νύσσω.

Greek Monolingual

Α
1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτωἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ' ὑπένυξεν», Θεόκρ.)
2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω
3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω
4. (το μέσ. στο γ' πρόσ.) ὑπονύσσεται
(κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νύσσω «κεντώ, τσιμπώ»].