ὑπόπλεως
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1229] ων, gen. ω, att. statt ὑπόπλεος, ὑπόπλεως τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. Somn. 4.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
att. c. ὑπόπλεος.
Greek Monolingual
-ων, και ὑπόπλεος, -ον, Α
1. ο αρκετά γεμάτος
2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].