ὑπόσπονδος

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσπονδος Medium diacritics: ὑπόσπονδος Low diacritics: υπόσπονδος Capitals: ΥΠΟΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: hypóspondos Transliteration B: hypospondos Transliteration C: ypospondos Beta Code: u(po/spondos

English (LSJ)

ον, (σπονδή)

   A under a truce or treaty, secured by treaty, ὑπόσπονδοί τε ἔφασαν εἶναι ἕτοιμοι . . ἐκχωρὴσαι ἐκ τῆς νήσου Hdt.3.144; ὑ. ἐξέρχονται ἐκ τῆς χώρης Id.5.72, cf. 126; κατελθεῖν ἐπὶ τὰ ἑωυτοῦ ὑ. Id.6.103, cf. E.Ph.81; ὑ. ἀφιέναι τοὺς ἀφεστῶτας X.HG1.2.18, cf. 2.2.1; τὴν Ταυρικὴν ὑ. λαβών IPE2.423 (Tanais): esp. in phrases of taking up the dead from a field of battle, τοὺς νεκροὺς ὑ. ἀποδοῦναι to allow a truce for taking up the dead, Th.1.63, 6.103, X.HG2.4.19; τοὺς νεκροὺς ὑ. κομίσασθαι, ἀνελέσθαι, etc., to demand a truce for so doing, which was an acknowledgement of defeat, Th. 2.79, 4.44, etc.

German (Pape)

[Seite 1232] unter Waffenstillstand, in Folge eines geschlossenen Waffenstillstandes od. Bündnisses, dadurch gesichert; Her. 5, 72. 6, 103; ὑπόσπονδον μολεῖν ἔπεισα παιδὶ παῖδα Eur. Phoen. 81; τοὺς ἄρχοντας τοὺς τῶν ἐπικούρων ὑποσπόνδους συλλαβεῖν ἐτόλμησεν Isocr. 4, 147; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν, ἀναιρεῖσθαι, κομίζεσθαι, nach der Schlacht beim Feinde auf einen Waffenstillstand antragen, um die Gefallenen zu bestatten, wodurch man sich für überwunden erklärte und dem Gegner das Schlachtfeld einräumte; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι, den Waffenstillstand zur Bestattung der Gefallenen bewilligen, Thuc. 1, 63. 4, 44; Xen. oft, wie Pol., ὑποσπόνδους ἀφιέναι τοὺς αἰχμαλώτους, Waffenstillstand schließen u. die Gefangenen freigeben, 4, 63, 3, ὑπόσπονδον ἀπελθεῖν 2, 58, 5, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσπονδος: ον (σπονδὴ) ὁ ὑπὸ σπονδὰς διατελῶν, ἐξησφαλισμένος διὰ σπονδῶν ἢ συνθηκῶν, ὑπόσπονδοι... ἔφασαν εἶναι ἑτοῖμοι... ἐκχωρῆσαι ἐκ τῆς νήσου Ἡρόδ. 3. 144· ὑπ. ἐξέρχονται τῆς χώρης ὁ αὐτ. 5. 72, πρβλ. 5. 126· κατελθεῖν ἐπὶ τὰ ἑωυτοῦ ὑπ. ὁ αὐτ. 6. 103· ὑπ. ἀφιέναι τοὺς ἀφεστῶτας Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 18, πρβλ. 2. 2, 1· ― μάλιστα ἐν φράσεσι δηλούσαις τὸ διδόναι τοὺς νεκροὺς ἢ κομίζεσθαι αὐτοὺς ἐκ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, τοὺς νεκροὺς ὑπ. ἀποδιδόναι Θουκ. 1. 63., 6. 103, Ξενοφ.· τοὺς νεκροὺς ὑπ. κομίζεσθαι, ἀναιρεῖσθαι, αἰτεῖν, ἀπάγεσθαι, ἀπολαμβάνειν Ἡρόδ. 2. 79., 4. 44, Ξεν., κλπ.· τὴν Ταυρικὴν ὑπ. λαβὼν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2132e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait, qui agit ou qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d’une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d’une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d’une convention.
Étymologie: ὑπό, σπονδή.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόσπονδος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» — δίνωμεταφέρω] τους νεκρούς για ενταφιασμό μετά από ανακωχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά-σπονδος].