υποχονδρία
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
Greek Monolingual
και υποχοντρία, η, Ν
1. μορφή νευρασθένειας που χαρακτηρίζεται από παθολογικό φόβο και ανησυχία του πάσχοντος για την κατάσταση λειτουργίας του οργανισμού του, με αποτέλεσμα τη συνεχή αναζήτηση περίθαλψης, από υπερβολικά παράπονα για την υγεία του και συνεχή απασχόλησή του με τα ζητήματα αυτά
2. μτφ. νοσηρή αποστροφή προς την κοινωνική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypocondrie < λατ. hypochondria < ὑποχόνδρια, πληθ. του ὑποχόνδριον «καθένα από τα δύο πλάγια πάνω τμήματα της κοιλίας». Η ασθένεια ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι παλαιότερα τοποθετούσαν την έδρα της στα υποχόνδρια].