υψώνω
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
ὑψῶ, -όω, ΝΜΑ ύψος
1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω
2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «υψώνω φωνή» — διαμαρτύρομαι έντονα
β) «υψώνω την φωνή» — μιλώ πιο δυνατά
γ) «υψώνω την σημαία της επανάστασης [ή της ανταρσίας]» — κηρύσσω την επανάσταση [ή την ανταρσία]
δ) «υψώνω το κεφάλι» — περηφανεύομαι
ε) «υψώνω το κύπελλο» — κάνω πρόποση, πίνω στην υγεία κάποιου
στ) «υψώνω τους ώμους» — σηκώνω τους ώμους ως ένδειξη αδιαφορίας ή αμηχανίας
2. παροιμ. «όποιος πολύ υψώνεται γρήγορα ταπεινώνεται» — δηλώνει ότι ο υπεροπτικός και αλαζονικός άνθρωπος γρήγορα ταπεινώνεται
αρχ.
1. παριστάνω κάτι με υψηλό ύφος
2. μέσ. ὑψοῡμαι, -όομαι
εγείρομαι, σηκώνομαι
3. φρ. «ὑψοῡσθαι ἐκ ποδός» — σηκώνομαι ξαφνικά (Ιπποκρ.).