φυγοκεντρικός
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φυγόκεντρη δύναμη ή εκμεταλλεύεται τη φυγόκεντρη δύναμη («φυγοκεντρικό πεδίο»)
2. φρ. α) «φυγοκεντρική στροβιλομηχανή»
(μηχανολ.) κάθε στροβιλομηχανή, λ.χ. στρόβιλος, συμπιεστής ή αντλία, στην οποία η εκροή του ρευστού συντελείται πάνω σε επίπεδο κάθετο προς τον άξονα περιστροφής και κατά φορά απομάκρυνσης από αυτόν
β) «φυγοκεντρική διαύγαση» ή «φυγοκεντρική καθίζηση»
χημ. ο διαχωρισμός τών φάσεων μίγματος το οποίο υποβάλλεται στη δράση φυγοκεντρικού πεδίου, βάσει τών διαφορετικών πυκνοτήτων τών συστατικών του
γ) «φυγοκεντρική διήθηση»
χημ. ο διαχωρισμός υγράς φάσεως από στερεά με διέλευση της πρώτης από διηθητικό στοιχείο υπό τη δράση φυγοκεντρικού πεδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγόκεντρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].