ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
φωνασκῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ-ασκῶ)].