χαϊδεύω

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138

Greek Monolingual

και χαδεύω Ν χάιδι / χάδι
1. θωπεύω, αγγίζω ή τρίβω ελαφρά με την παλάμη του χεριού, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη κάποιον (α. «του χάιδεψε το μέτωπο» β. «μη χαϊδεύεις πολύ τη γάτα»)
2. περιποιούμαι πολύ κάποιον ή συμπεριφέρομαι κολακευτικά σε κάποιον, τον καλοπιάνω
3. κάνω ερωτικές θωπείες, πασπατεύω («τήν χάιδεψε κρυφά στο στήθος»)
4. μέσ. χαϊδεύομαι- επιδιώκω, αποζητώ τρυφερή ή κολακευτική συμπεριφορά από τους άλλους
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χαϊδεμένος, -η, -ο
α) αναθρεμμένος με πολλά χάδια, με πολύ τρυφερότητα («τον έχουν πολύ χαϊδεμένο τον γιο τους»)
β) αυτός στον οποίο έχει επιδειχθεί ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη («ήταν το χαϊδεμένο παιδί του σχολείου»).