ένος

From LSJ
Revision as of 20:46, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

(I)
ἔνος, ο (Α)
το έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ' απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. του -ενος βλ. λ. ενιαυτός)].———————— (II)
ἔνος, -η, -ον (Α)
(μόνο σε πλάγ. πτώσεις του θηλ.) μεθαύριο («ἐς τ' αὔριον ἐς τ' ἔννηφιν», «καὶ ἔνας καὶ ἐς ἀῶ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις του θηλυκού ένη σε επιρρηματικές εκφράσεις. Ανάγεται σε ΙE eno-, που είναι δεικτική αντωνυμία και χρησιμοποιείται για απομακρυσμένα αντικείμενα (πρβλ. εκείνος)].———————— (III)
ἕνος, -η, -ον (Α)
1. παλιότερος
2. γεν. παλιός, περασμένος
3. περυσινός
4. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) προ πολλού
5. φρ. «ἕνη καὶ νέα (ενν. ημέρα)» — η παλιά και νέα ημέρα, η τελευταία ημέρα του μήνα («Σκιροφοριῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο επίθετο με απαθή βαθμίδα ρίζας < ΙΕ senos. Στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ με τη σημ. «γέρος», για την οποία υπήρχε η λ. γέρων. Στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες απαντά τόσο με τη σημ. «παλιός» (πρβλ. αρμεν. hin, λιθ. sēnas, αρχ. ινδ. sana-, αρχ. ιρλ. sen κ.ά.), όσο και με τη σημ. «γέρος» στην Κελτική, τη Λιθουανική και τη Γερμανική (πρβλ. γοτθ. sineigs «πρεσβύτης», αβεστ. hana-). Στη Λατινική χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά με τη δεύτερη σημ.
πρβλ. senex «γέρος»].