αγελάδα

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

και γελάδα, η (AM ἀγελάς)
νεοελλ.
1. κατοικίδιο μηρυκαστικό θηλαστικό, το θηλυκό βόδι
2. παχιά, ευτραφής γυναίκα
αρχ.
ζώο που ανήκει σε αγέλη (πρβλ. αγελαίος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγέλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αγελαδάκι, αγελαδάρα, αγελαδάρης, αγελάδι, αγελαδήσιος, αγελαδινός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγελαδοβοσκός, αγελαδοκόμος, αγελαδοστάσι, αγελαδοτρόφος κ.ά.].