αλγίων

From LSJ
Revision as of 10:41, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

ἀλγίων (-ονος), -ον (Α)
συγκριτικός του αλγεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος
ανώμαλος σχηματισμός συγκριτικού βαθμού του επιθ. ἀλγεινὸς κατά τα καλλίων (< κάλλος), αἰσχίων (< αἶσχος)
πρβλ. και ἄλγιστος].