ασπρίλα

From LSJ
Revision as of 11:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

η
1. η ασπράδα, η λευκότητα
2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού
3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) -ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)].