αρνί

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500

Greek Monolingual

το (AM ἀρνίον)
1. το πρόβατο
2. ο άκακος, ο μαλακός
3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος»)
β) «τον έκανα αρνί» — τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα
αρχ.-μσν.
μτφ. ο Ιησούς Χριστός
αρχ.
η προβιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του αρήν (γεν., αρνός) «πρόβατο». Το νεοελλ. αρνί < μσν. αρνίν < αρχ. αρνίον (πρβλ. παιδίον -παιδί, σκαμνίον -σκαμνί κ.ά.).
ΠΑΡ. νεοελλ. αρνάκι, αρνίλα, αρνίσιος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αρνοκάτσικα, αρνοπόκι, αρνοτόμαρο].