αυθιγενής

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής
2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος
3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή
4. γνήσιος, ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. γηγενής)].