αυθιγενής
From LSJ
αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής
2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος
3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή
4. γνήσιος, ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. γηγενής)].