α- στερητικό

From LSJ
Revision as of 12:19, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "==English== :'''1'''. a- privative, alpha-privative, alpha-privative prefix ===Alternative forms=== * ά- * άν- (used before a vowel) * αν- (used before a vowel) * αν...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source

English

1. a- privative, alpha-privative, alpha-privative prefix

Alternative forms

  • ά-
  • άν- (used before a vowel)
  • αν- (used before a vowel)
  • ανα-
  • ανά-
  • ανε-
  • ανη-
  1. a-, an-, in-, un-, -less. alpha privative, alpha privative prefix, privative a, alpha privativum, indicating an opposite or lacking sense.

Greek

ή αν- (πρό φωνήεντος)

1. α- στερητικό πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
Παραδείγματα
άβουλος, απέραντος, αναξιόπιστος, ανεδαφικός
2. α- αθροιστικό πρόθημα, που δηλώνει κατά το όμοιο, ή μαζί με άλλο
Παραδείγματα
αδελφός, ακόλουθος, αθρόος, άπας
3. α- επιτακτικό πρόθημα, που δηλώνει επίταση της κυρίας έννοιας
Παραδείγματα
ασκελής, αχανής, ατενής
4. α- ευφωνικό πρόθημα, που δεν επηρεάζει τη σημασία της λέξης
Παραδείγματα
αλισίβα, αλυγαριά, απάρθενος, απήγανος κ.ά.