ἀβέβαιος
English (LSJ)
ον,
A unreliable, of remedies, Hp.Aph.2.27; ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (sc. πλοῦτος) Alex.281, cf. Men.128; ὀφθαλμὸς ἀ. unsteady, Arist.HA492a12: metaph., τύχη Democr.176, cf. Plb. 15.34.2; αἰτία Epicur.Ep.3,p.65U.; φιλία Arist.EE1236b19; τὸ ἀ. = ἀβεβαιότης, Hierocl. in CA2p.422M., Heraclit.Ep.7; ἐξ ἀβεβαίου from an insecure position, Arr.An.1.15.2. 2 of persons, unstable, fickle, D.58.63, Arist.EN1172a9. Adv. -ως Men.Georg.Fr.2.
German (Pape)
[Seite 2] unbeständig, von Personen u. Sachen, (ὁ πλοῦτος) ἀβεβαιότατόν ἐστιν ὧν κεκτήμεθα, alex. bei Htob. Flor. 95, 8; ὁ δῆμος Dem. 53, 63; Plut. verb. es mit εὐμετάβολος, de superstit. 1o; τύχη Luc. Icarom. 4; τὸ τῆς τύχης ἀβ., die Unbeständigkeit, Char. 18; Pol. 15, 34. – Adv., ἀβεβαίως τρυφᾷ Men. bei Stob. 165, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβέβαιος: -ον, = ἀβέβαιος, ἀμφίβολος, περὶ φαρμάκων Ἱππ. Ἀφ. 1245. ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (δηλ. πλοῦτος) Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλοις, 21. Πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 1: ὀφθαλμὸς ἀβ. = ἀσταθὴς Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 10. 3. Μεταφ. ἀβ. φιλία παρὰ τῷ αὐτῷ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 15. Τὸ ἀβέβαιον = ἀβεβαιότης, Λουκ. Χαρ. ἢ Ἐπισκ. 18: ἐξ ἀβεβαίου = ἐξ ἐπισφαλοῦς (οὐχὶ ἀσφαλοῦς) θέσεως. Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 2. 2) περὶ προσώπων = ἀσταθής, ἀμφίβολος, κυμαινόμενος Δημ. 1341. τελ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 12, 3. ἐπίρρ. -ως Μενανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non ferme, inconstant.
Étymologie: ἀ, βέβαιος.
Spanish (DGE)
-ον
1 inseguro, incierto, inconstante τύχη Democr.B 176, δόξα, εὐτυχία Gorg.B 11.11, βίος Aesop.285.2, cf. GVI 116.4 (Renea I d.C.), φιλία Arist.EE 1236b19, πλοῦτος Alex.283, Men.Mon.73, πρᾶγμα Men.Dysc.797
•de estados clínicos inestable, incierto Hp.Aph.2.27
•de pers. inconstante, caprichoso δῆμος D.58.63, cf. Arist.EN 1172a9
•subst. τὸ ἀ. lo inseguro, la inseguridad τῆς τύχης Plb.15.34.2, cf. Hierocl.in CA 2 p.422, Heraclit.Ep.7 (p.72).
2 adv. -ως inciertamente, de manera insegura ἀβεβαίως τρυφᾷ· τὸ τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ Men.Georg.fr.2, εἰκὴ καὶ ἀ. Ceb.7.2, ἀνερματίστως καὶ ἀ. Didym.2Cor.7.5, cf. Gal.9.775.
Greek Monotonic
ἀβέβαιος: -ον, 1. αμφίβολος, ασταθής, ευμετάβολος· τὸ ἀβέβαιον = ἡ ἀβεβαιότης, σε Λουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, μη σταθερός, αναξιόπιστος, ταλαντευόμενος, σε Δημ. κ.λπ.