ἁβρόγοος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ον,
A wailing womanishly, A.Pers.541.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρόγοος: -ον, = θρηνῶν ὡς γυνή. Αἰσχύλ. Πέρσ. 541.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui gémit comme une femme.
Étymologie: ἁβρός, γόος.
Spanish (DGE)
-ον
de tierno, refinado llanto Περσίδες A.Pers.541, cf. ἁβροπενθής.
Greek Monotonic
ἁβρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με θηλυπρέπεια, δηλ. σαν γυναίκα, σε Αισχύλ.