ἀκαλλής

From LSJ
Revision as of 17:30, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαλλής Medium diacritics: ἀκαλλής Low diacritics: ακαλλής Capitals: ΑΚΑΛΛΗΣ
Transliteration A: akallḗs Transliteration B: akallēs Transliteration C: akallis Beta Code: a)kallh/s

English (LSJ)

ές,

   A without charms, γυνή Hp.Ep.15; σῶμα Luc.Hist. Conscr.48; γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀ. (v.l. ἀκαμής) Id.Prom.14; [ὕλη] ἀ. καὶ αἰσχρά Procl. in Alc.p.326 C.: Comp., Olymp. in Grg. p.243J.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαλλής: -ές, = ἄνευ θελγήτρων, σῶμα, Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 48· γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀκ. (ἄλλη γραφ. ἀκαμής), ὁ αὐτ. Προμ. 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans beauté, sans charme.
Étymologie: ἀ, κάλλος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1sin atractivo, feo οὐκ ἀ. ... Δόξα Hp.Ep.15, σῶμα Luc.Hist.Cons.48, ἀ. καὶ αἰσχρά Procl.in Alc.326, cf. Luc.Prom.14, Olymp.in Grg.12.10, Clem.Al.Paed.3.2.11
subst. τὸ ἀ. fealdad Gr.Nyss.Eun.3.1.26
ret. falta de adorno τῆς λέξεως Pall.H.Laus.proem.4.
2 moralmente feo, indecoroso, torpe Cyr.Al.M.71.32A
subst. τὸ ἀ. torpeza, fealdad Cyr.Al.M.69.773A.
II adv. -ῶς de un modo feo u obsceno αἰσχρολογεῖν καὶ ἀ. λέγειν Anon.in Rh.171.26.

Greek Monolingual

ἀκαλλὴς (-οῡς), -ὲς (Α)
χωρίς κάλλος, άσχημος
«ἀκαλλὴς γυνή», «ἀκαλλὴς καὶ ἄμορφος εἰκών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -καλλὴς < κάλλος.

Greek Monotonic

ἀκαλλής: -ές (κάλλος), αυτός που δεν έχει γοητεία, που δε διαθέτει θέλγητρα, σε Λουκ.