αἰπόλος

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἰπόλος: ὁ, βοσκὸς αἰγῶν, αἰπόλος αἰγῶν, Ὀδ. Υ. 173· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 639Α: ἐν Ἡροδ. 2. 46· ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι, ὁ Schäfer διώρθωσεν οἱ κόλοι (τράγοι), πρβλ. Θεόκρ. 8. 51· (τὸ αἰ-πόλος, σαφῶς παράγεται ἐκ τοῦ αἰγο-πόλος, πρβλ. θαλαμηπόλος, θεηπόλος, μουσοπόλος· ἐκ √ΠΕΛ, √ΠΟΛ, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἐν τοῖς πέλομαι, πολέω, πολεύω, ἀναπολεύω, ἀμφίπολος καὶ συμφωνοῦσι κατὰ τὸ σημαινόμενον πρὸς τὰ Λατ. versari, colere. Εἶναι πιθανὸν ὅτι αἱ √ΠΟΛ καὶ √ΚΟΛ διαφέρουσιν ἁπλῶς κατὰ τύπον, πρβλ. στοιχεῖον Π π. ΙΙ, ὥστε τὸ βουκόλος = βουπόλος, καὶ τὸ αἰπόλος = αἰκόλος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chevrier.
Étymologie: αἴξ, πολέω.

English (Autenrieth)

(αἴξ, πέλομαι): goat-herd, herder.

Spanish (DGE)

v. ἀείπολος.
-ου, ὁ

• Alolema(s): αἴπολος Prou.Bodl.610
1 cabrero c. gen. αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες Il.2.474, Μελάνθιος Od.17.247, 369, cf. IG 13.974 (VI/V a.C.), más frec. sin gen. Il.4.275, Pl.Lg.639a, Theoc.5.110, PSI 380.8 (III a.C.), PLond.2011.3 (III a.C.), Plb.5.76.3, LXX Am.7.14, Luc.Sacr.12, Philostr.VA 2.5, Men.Epit.157, Nonn.D.1.474, 2.3
οἱ Αἰ. Los Cabreros tít. de una comedia de Alexis, Alex.8 (= Zen.6.11, donde se atribuye a Alejandro).
2 hermafrodita αἰ. ὁ ἑρμαφρόδιτος ὑπὸ Σινωπέων οὕτω καλεῖται Phot.α 636.

• Etimología: Compuesto de αἰγ- (cf. αἴξ) y de -πόλος (cf. πέλω).

Greek Monotonic

αἰπόλος: ὁ, γιδοβοσκός, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (αἰ-πόλος αντί αἰγοπόλος από τα αἴξ, πολέω).