ἀκρόπτολις

Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ, poet. for ἀκρόπολις, q.v.

German (Pape)

[Seite 84] poet. für -πολις, z. B. Aesch. Sept. 222.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόπτολις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀκρόπολις.

Spanish (DGE)

v. ἀκρόπολις.

Greek Monolingual

ἀκρόπτολις (-εως), η (Α)
ποιητικός τύπος αντί ακρόπολις.

Greek Monotonic

ἀκρόπτολις: ἡ, ποιητ. αντί ἀκρόπολις.