ἀμφιποτάομαι

From LSJ
Revision as of 17:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιποτάομαι Medium diacritics: ἀμφιποτάομαι Low diacritics: αμφιποτάομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: amphipotáomai Transliteration B: amphipotaomai Transliteration C: amfipotaomai Beta Code: a)mfipota/omai

English (LSJ)

   A fly round and round, of a bird, ἀμφεποτᾶτο Il. 2.315, cf. Sapph.Supp.14.4, Q.S.5.12.

German (Pape)

[Seite 142] umflattern, ἀμφεποτᾶτο τέκνα, die Jungen, Il. 2, 315.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιποτάομαι: ἀποθ., περιίπταμαι, ἐπὶ πτηνοῦ, ἀμφεποτᾶτο Ἰλ. Β. 315.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. 3ᵉ sg. ἀμφεποτᾶτο;
voltiger autour.
Étymologie: ἀμφί, ποτάομαι.

English (Autenrieth)

flutter about, only ipf., ἀμφεποτᾶτο τέκνα, Il. 2.315†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. ind. lesb. ἀμφιπόταται Sapph.22.12]
revolotear en torno ade aves μήτηρ δ' ἀμφιποτᾶτο ... φίλα τέκνα Il.2.315, del deseo πόθος ... ἀμφιπόταται τὰν κάλαν Sapph.l.c.
abs. ἐν τῷ (ἀέρι) ... ὄρνιθες ... ἀμφεποτῶντο Q.S.5.12.

Greek Monolingual

ἀμφιποτάομαι (Α)
(για πτηνά) περιίπταμαι, πετώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ποτάομαι «πετώ»].

Greek Monotonic

ἀμφιποτάομαι: αποθ., πετώ τριγύρω, περιίπταμαι, σε Ομήρ. Ιλ.