ἀνακεράννυμι
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
and ἀνακεραννύω,
A mix up or again, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν Od. 3.390; οἶνον ἀνεκεράννυ γλυκύτατον Ar.Ra.511: metaph., τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀ. ταῖς οἰκειότησιν Plu.Cat.Mi.25; κοινωνίαις πολέμων -ασθέντες D.H.1.60:—Pass., πολλῷ τῷ θνητῷ ἀνακεραννυμένη Pl.Criti.121a: aor. -κεράσθην Id.Ti.87a, part. -κρᾱθείς Plu.Rom.29.
German (Pape)
[Seite 191] (s. κεράννυμι), wieder mischen, Hom. in tmesi, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν, Od. 3, 390; οἶνον ἀνεκεράννυ Ar. Ran. 512; allgemeiner, beimischen, τῇ ψυχῇ ἀνακεκραμέναι Tim. Locr. 102 e; καιναῖς αὖθις ἀνακραθέντων ἐπιγαμίαις τῶν γενῶν, die Geschlechter waren vermischt, Plut. Rom. 29.
French (Bailly abrégé)
mélanger.
Étymologie: ἀνά, κεράννυμι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. -ύω Plu.2.949f
1 v. act. mezclar c. ac. compl. dir. ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν οἴνου Od.3.390, οἶνον Ar.Ra.511
•c. ac. y dat. (βυρσότονον κύκλωμα) Βακχείᾳ δ' ἀνὰ συντόνῳ κέρασαν E.Ba.126
•c. πρός más ac. τά ζέοντα τῶν ὑδάτων ... πρὸς ἀέρα πολὺν ἀνακεραννύουσιν Plu.l.c.
•v. med.-pas. mezclarse (ἡ μοῖρα) πολλῷ τῷ θνητῷ ... ἀνακεραννυμένη Pl.Criti.121a, τῷ σαρκιδίῳ M.Ant.10.24, ὅτου γὰρ ἂν ... χυμοὶ ... ἀνακερασθῶσι Pl.Ti.87a, cf. S.E.P.1.46, τὴν δι' ὅλης τῆς ψυχῆς ἀνακεκραμένην κακίαν Origenes Cels.4.13.
2 v. act. fig. unir, reconciliar τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀνακεραννύναι ταῖς οἰκειότησιν Plu.Cat.Mi.25, v. pas. κοινωνίαις πολέμων ἀνακερασθέντες D.H.1.60.
Greek Monolingual
ἀνακεράννυμι και -ύω (Α)
1. κάνω ανάμιξη, ανακατώνω ξανά
2. συνδέω, ενώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεράννυμι, -ύω «αναμιγνύω, συνενώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκρασις.
Greek Monotonic
ἀνακεράννῡμι: και -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ]· ανακατεύω ή αναμειγνύω, κρητῆρα, σε Ομήρ. Οδ.· οἶνον, σε Αριστοφ. — Παθ. αόρ. αʹ -εκεράσθην, σε Πλάτ.· -εκράθην [ᾱ], σε Πλούτ.