ἀναμίξ

From LSJ
Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμίξ Medium diacritics: ἀναμίξ Low diacritics: αναμίξ Capitals: ΑΝΑΜΙΞ
Transliteration A: anamíx Transliteration B: anamix Transliteration C: anamiks Beta Code: a)nami/c

English (LSJ)

Adv.

   A promiscuously, pell-mell, Hdt.1.103, Hellanic.71(a)J., Th.3.107: c. dat., γυναῖκες ἀ. ἀνδράσιν Str.3.3.7, cf. 4.6.3, Jul.Gal. 100c.

German (Pape)

[Seite 198] vermischt, durcheinander, Her. 1, 103; Thuc. 3, 107 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμίξ: ἐπίρρ., ἀναμεμιγμένως, πρὸ τοῦ δὲ ἀναμίξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103· ἀναμὶξ τεταγμένοι Θουκ. 3. 107.

French (Bailly abrégé)

adv.
pêle-mêle.
Étymologie: ἀναμίγνυμι.

Spanish (DGE)

adv.
1 confusamente, en desorden ἀ. ... πάντα ... ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, ἀ. τεταγμένοι Th.3.107, ποιεῖσθαι τὴν μάχην ἀ. Plb.1.45.9, αἰγιαλοὶ ... σεσωρευμένοι ἀ. Plb.16.8.9, cf. AP 4.1.9 (Mel.), Hsch., Sud.
ἀ. ποιέειν mezclar Hp.Mul.2.205
de pers. ἀ. ἐκάθητο καὶ ἀθανάτη περ ἐοῦσα se sentaba confundiéndose (entre los hombres) a pesar de ser una inmortal Arat.104.
2 subst. τὸ ἀναμίξ ... τῆς αὐλήσεως la capacidad de combinar modulaciones ... propia del arte de tocar la flauta Philostr.VA 5.21.
3 c. dat. junto, juntamente ἀ. τέκνοις Plb.2.56.7, ἀ. τὰ ἄρρενα τοῖς θήλεσι Arist.HA 621b25, cf. Iul.Gal.100c.

Greek Monolingual

ἀναμίξ επιρρ. (Α) ἀναμείγνυμι
ανάμικτα, ανακατωμένα.

Greek Monotonic

ἀναμίξ: (ἀναμίγνυμι), επίρρ., κατά τύχη, συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε Ηρόδ., Θουκ.