ἀναγκαστός
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ή, όν,
A forced, constrained, Hdt.6.58; ἀ. στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24; ἀ. τροφή Aristid.Or.47 (23).59. Adv. -τῶς Pl.Ax.366a; opp. ἑκουσίως, 1 Ep.Pet.5.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι ἐναντίον τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ κῆδος ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
contraint, forcé.
Étymologie: ἀναγκάζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 obligado, forzado de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.Or.47.59.
2 adv. -ῶς a la fuerza Pl.Ax.366a, 1Ep.Petr.5.2, I.AI 18.37, Cyr.H.Catech.4.34.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(Α ἀναγκαστός, -ή, -όν) ἀναγκάζω
αυτός που κάνει κάτι βιαστικά, ο βιαστικός
αρχ.
αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀναγκαστός: -ή, -όν (ἀναγκάζω), εξαναγκαστικός, επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· ἀν. στρατεύειν, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία, σε Θουκ.