ἄρταμος
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ὁ,
A butcher, cook, X.Cyr.2.2.4, Epicr.6, IG14.643; βοός Orac. ap. Phleg.10.39. 2 metaph., murderer, S.Fr.1025, Lyc.236, 797. (For ἀρτι-ταμος, = ὁ εἰς ἄρτια τέμνων, acc. to Eust.577.45.)
German (Pape)
[Seite 361] ὁ, 1) Schlächter, Koch, VLL. μάγειρος παρὰ τὸ διαρτάσαι ὅ ἐστι μερίσαι, Xen. Cyr. 2, 2, 4 mit der v. l. μάγειρος; κατ' ἰχθύων Epier. Ath. XIV, 655 f. – 2) Mörder, Soph. frg. 848; Lycophr. 236 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
boucher ; cuisinier.
Étymologie: DELG ?, malgré Eust. qui interprète ὁ εἰς ἄρτια τέμνων, celui qui coupe exactement.
Spanish (DGE)
(ἄρτᾰμος) -ου, ὁ 1 matarife y cocinero X.Cyr.2.2.4, Epicr.6, IG 14.643 (Calabria, arc.), βοός Orác. en Phlg.10.2B.10, Trag.Adesp.148, Hsch.
2 fig. asesino S.Fr.1025, Lyc.236.
• Etimología: Comp. de ἄρτιος y τέμνω, según Eust.577.45, de donde *ἀρτιταμος o *ἀρτιοταμος, c. hapl. Pero el vocalismo de -ταμος es raro.
Greek Monolingual
ἄρταμος, ο (Α)
1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης
2. μτφ. ο φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να παραχθεί από αρτί-ταμος ή αρτό-ταμος με συλλαβική ανομοίωση, πράγμα όμως που προσκρούει στο ότι τα σύνθετα με β' συνθετικό το ρ. τέμνω έχουν τη μορφή -τομος].