ἀτμήν
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
English (LSJ)
ένος, ὁ,
A slave, servant, Call.Aet.1.1.19, Epic.inArch.Pap. 7.4, Et.Gen., Sch.Nic.Al.172,426.
German (Pape)
[Seite 387] ένος, ὁ, Knecht, Diener, VLL. Im E. M. auch ἀδμενίς, welches auf eine Ableitung von δαμάω führt; vgl. Nic. Al. 172 unter ἀτμεύω, wo πνοιαῖς συνδάμναται ἐχθραῖς folgt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτμήν: -ένος, ὁ δοῦλος, ὑπηρέτης, Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· ὡσαύτως, ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. τύπος ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - ὅπερ ἐτυμολογικῶς εἶναι ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ δμώς παράγηται ἐκ τοῦ δαμάω.
French (Bailly abrégé)
ένος (ὁ) :
esclave, serviteur.
Étymologie: DELG pê emprunté à l’Asie mineure.
Spanish (DGE)
-ένος, ὁ
esclavo ὅτ' ἐλεύθερος ἀτμένα σαίνει Call.Fr.178.19, γυναικῶν ἀτμένες Ἰνδοί Dionysius 19ue.29, cf. A.D.Adu.148.25, Sch.Nic.Al.172, Sch.D.T.542.34.
• Etimología: Etim. desc. Quizá prést. de Asia Menor.