Πειθώ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
gen. όος, contr. οῦς, ἡ, Ion. acc. πειθοῦν (v. infr. 11.3):—
A Persuasionas a goddess, Hes. Op. 73, Th. 349, Sapph. 135, Ibyc.5, Pi.P. 9.39, Fr.123.10, A. Supp. 1040 (lyr.), Men. Epit. 338, Hermesian. 11, Paus. 1.22.3, 2.7.7 ; Πειθὼ καὶ Ἀναγκαίη Hdt.8.111 ; Π. καὶ Βία Plu. Them.21. II as Appellat., persuasiveness, πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν A. Pr. 173 (anap.), etc. ; π. τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν, of Pericles, Eup.94.5 ; ἀργύριον παρά του πειθοῖ λαβών X. Mem. 1.7.5 ; πειθοῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική Pl. Grg.453a ; δύο εἴδη πειθοῦς, τὸ μὲν πίστιν παρεχόμενον ἄνευ τοῦ εἰδέναι, τὸ δ' ἐπιστήμην ib.454e ; πειθοῖ καὶ βίᾳ by persuasion or compulsion, Id.Lg. 722b ; μετὰ πειθοῦς ib.720d. 2 persuasion in the mind, A.Ag.385 (lyr.). 3 means of persuasion, inducement, E. IA104 ; πειθώ τινα ζητεῖν Ar. Nu. 1398 ; κοίην οὐ προσήγαγον πειθοῦν αὐτῷ; Herod.6.75. 4 obedience, X. Cyr.2.3.19, 3.3.8, Hierocl. in CA5p.427M. ; τῶν παρηγγελμένων POxy.474.37 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
Πειθώ: γεν. όος, συνηρ. οῦς, ἡ, ὡς θεότης, Λατ. Suada, Suadela, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 73, Θ. 349, καὶ Τραγ.· Πειθὼ καὶ Ἀναγκαίη Ἡρόδ. 8. 111· Π. καὶ Βία Πλουτ. Θεμιστ. 21. Εἶναι δὲ αὕτη θυγάτηρ τῆς Ἀφροδίτης, Σαπφὼ 133, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040, πρβλ. Ἴβυκ. 4, Πινδ. Π. 9. 70· κατετάσσετο μεταξὺ τῶν Χαρίτων κατὰ τὸν Ἑρμησιάνακτα παρὰ Παυσ. 9. 35, 5, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 88. 13· καὶ εἶχε ναοὺς ἐν Ἀθήναις, Κορίνθῳ κ. ἀλλ., ὁ αὐτ. 1. 22, 3., 2. 4, 6. ΙΙ. ὡς προσηγορ., ἡ δύναμις τοῦ πείθειν, καταπειστικὴ εὐγλωττία, τὸ καταπείθειν, κατάπεισις, πειστικότης, πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν Αἰσχύλ. Πρ. 172, κτλ.· πειθώ τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 6· πειθοῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορικὴ Πλάτ. Γοργ. 453A· χρῆσθαι πρὸς τὰς νομοθεσίας πειθοῖ καὶ βίᾳ Πλάτ. Νόμ. 722B, Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 5· μετὰ πειθοῦς Πλάτ. Νόμ. 720D. 2) ἡ ἐνδόμυχος πεποίθησις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 385. 3) μέσον καταπείσεως, ἐπιχείρημα λογικόν, Εὐρ. Ι. Α. 140· πειθώ τινα ζητεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 1398. 4) εὐπείθεια, ὑπακοή, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 19., 3. 3, 8. πεῖκος, πείκω, Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πέκος, πέκω. πεῖν, τύπος μεταγενέστ. καὶ οὐχὶ ὀρθὸς ἀντὶ πιεῖν, πίνειν, Ἀνθ. Π. 11. 114.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
Peithô, déesse de la persuasion ou de l’éloquence.
Étymologie: v. πειθώ.
English (Slater)
Πειθώ (-ώ, -οῦς.)
1 Persuasion, esp. that exercised by love. ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιγι Πειθοῦς i. e. because of her love for Jason (P. 4.219) “κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” (P. 9.39) πολύξεναι νεάνιδες, ἀμφίπολοι Πειθοῦς ἐν ἀφνειῷ Κορίνθῳ i. e. temple prostitutes of Aphrodite fr. 122. 2. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα fr. 123. 14.
Greek Monotonic
Πειθώ: γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ,
I. η Πειθώ ως θεότητα, Λατ. Suada, Suadela, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Τραγ.
II. 1. ως προσηγορικό, η δύναμη της Πειθούς, πειστική ευγλωττία, πειστικότητα, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. ενδόμυχη πεποίθηση, σε Αισχύλ.
3. μέσα πειθούς, παρότρυνση, επιχειρηματολογία, σε Ευρ., Αριστοφ.
4. υπακοή, σε Ξεν.