πολύβοτρυς

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβοτρυς Medium diacritics: πολύβοτρυς Low diacritics: πολύβοτρυς Capitals: ΠΟΛΥΒΟΤΡΥΣ
Transliteration A: polýbotrys Transliteration B: polybotrys Transliteration C: polyvotrys Beta Code: polu/botrus

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ,

   A abounding in grapes, of places, Hes.Fr.122, Simon.53, Theoc.25.11; ἄμπελος E.Ba. 651.

German (Pape)

[Seite 660] υος, mit vielen Trauben, traubenreich; Hes. fr. 19, 2; ἄμπελος, Eur. Bacch. 650.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σταφυλῶν, ἐπὶ τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 19. 2, Σιμων. 19· ἐπὶ ἀμπέλου, πολύβοτρυν ἄμπελον Εὐρ. Βάκχ. 651.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
aux grappes abondantes.
Étymologie: πολύς, βότρυς.

Greek Monolingual

-ότρυος, ὁ, ἡ, Α
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς βότρυς, πολλά σταφύλια («πολύβοτρυς ἄμπελος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βότρυς.

Greek Monotonic

πολύβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, αυτός που αφθονεί σε σταφύλια, σε Ευρ.