σανίδιον
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of σανίς,
A small board or plank, Ar.Pax202, Hippias (?) in PHib.1.13.30, Men.202, Str.17.1.50. II tablet, public register, ἐκ σανιδίου Lys.16.6, cf. Aeschin.3.200,201, IG12.313.161, 22.1237.124. III small splint, Heliod. ap. Orib.44.23.74, Gal.18(2).888; foot-prop, Id.10.444.
German (Pape)
[Seite 861] τό dim. von σανίς, Ar. Pax. 202, wo neben einander χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια genannt sind, also etwa Tellerchen; aber Lys. 16, 6, ἐκ σανιδίου τοὺς ἱππεύσαντας σκοπεῖν, ist, wie σανίς d, eine Tafel, ein Verzeichniß, vgl. Aesch. 3, 201.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνίδιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σανίς, μικρὸς δίσκος, χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια Ἀριστοφ. Εἰρήν. 202, Μένανδρος ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. ΙΙ. ὡς τὸ πινάκιον, πίναξ, πινακὶς πρὸς γραφήν, ἐκ σανιδίου Λυσίας 146, 6, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 29.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite planche;
2 particul. tablette pour afficher les lois, décrets ou arrêts.
Étymologie: σανίς.
Greek Monolingual
το, ΜΑ, και σανίδιν Μ
βλ. σανίδι.
Greek Monotonic
σᾰνίδιον: τό, υποκορ. του σανίς,
I. μικρό επεξεργασμένο κομμάτι ξύλου, σε Αριστοφ.
II. όπως το πινάκιον, μικρή ξύλινη πινακίδα, σε Αισχίν.