ῥινόσιμος

From LSJ
Revision as of 19:42, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνόσῑμος Medium diacritics: ῥινόσιμος Low diacritics: ρινόσιμος Capitals: ΡΙΝΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: rhinósimos Transliteration B: rhinosimos Transliteration C: rinosimos Beta Code: r(ino/simos

English (LSJ)

ον, (ῥίς)

   A snub-nosed, Luc.Bacch.2.

German (Pape)

[Seite 844] stumpfnasig, Luc. Bacch. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνόσῑμος: -ον, (ῥὶς) ὁ σιμὸς τὴν ῥῖνα, Λουκ. Διόνυσος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au nez camus.
Étymologie: ῥίς, σιμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή μύτη, πλακουτσωμύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + σιμός «αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη»].

Greek Monotonic

ῥῑνόσῑμος: -ον (ῥίς), αυτός που βρίσκεται κοντά στη μύτη, αυτός που έχει κοντόχονδρη ή ανασηκωμένη μύτη, πλακουτσομύτης, σε Λουκ.