ἰθυδίκης

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυδίκης Medium diacritics: ἰθυδίκης Low diacritics: ιθυδίκης Capitals: ΙΘΥΔΙΚΗΣ
Transliteration A: ithydíkēs Transliteration B: ithydikēs Transliteration C: ithydikis Beta Code: i)qudi/khs

English (LSJ)

[δῐ], ου, ὁ,

   A giving right judgement, Hes. Op.230, APl.4.35.

German (Pape)

[Seite 1245] gerade, gerecht richtend, Hes. O. 232, im Ggstz von σκολιαὶ δίκαι, u. Sp., wie Ep. ad. 347 (Plan. 35).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠδίκης: ῑθ-, ου, ὁ, ὁ δικαίως κρίνων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 228, ἀντίθετον τῷ δωροφάγος, αὐτόθι 219, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 35.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui juge droitement, équitablement.
Étymologie: ἰθύς, δίκη.
Ant. δωροφάγος.

Greek Monolingual

ἰθυδίκης, ὁ (Α)
αυτός που κρίνει δίκαια, ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δικης (< δίκη), πρβλ. αγωνο-δίκης, ειρηνο-δίκης].

Greek Monotonic

ἰθῠδίκης: [ῑθ] δῐ], -ου, ὁ (δίκη), αυτός που εξάγει δίκαια κρίση, που αποφαίνεται δικαίως, σε Ησίοδ.