Κύθηρα
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
[ῠ], τά, Cythera, mod. Cerigo, Od.9.81, etc.: Κῠθηρόθεν, Adv.
A from Cythera, Il.15.438: poet. Κῠθέρηθεν (for Κυθη-), Hermesian. 7.69:—Adj. Κῠθήριος, α, ον, Il.10.268, etc.; ἡ Κυθηρία (sc. γῆ) X.HG4.8.7.
Greek (Liddell-Scott)
Κύθηρα: ῠ, τά, νῆσος, τὰ νῦν Κύθηρα καὶ «Τσερίγο», κατὰ τὴν νότιον ἄκραν τῆς Λακωνικῆς, Ὅμ.· πρβλ. Κυθέρεια· ― Κυθηρόθεν, Ἐπίρρ., ἐκ Κυθήρων, Ἰλ. Ο. 438· ποιητ. Κυθέρηθεν (ἀντὶ Κυθη-), Ἑρμησιάναξ 69· ― ἐπίθετ. Κυθήριος, α, ον, Ἰλ., κτλ.· ἡ Κυθηρία (δηλ. γῆ), Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
Cythère, île et ville de Laconie.
Étymologie: Babiniotis : topon. préhell.
English (Autenrieth)
pl.: Cythēra, an island off the coast of Laconia, S.W. of the promontory of Malēa, where the worship of Aphrodite had been introduced by an early Phoenician colony, Od. 9.81, Il. 15.432. —Κυθηρόθεν, from Cythēra, Il. 15.538. —Adj. Κυθήριος, of Cythēra, Il. 10.268, Il. 15.431.
Greek Monotonic
Κύθηρα: [ῠ], τά, νησί, στα νότια της Λακωνίας, σε Όμηρ.· Κυθήροθεν, επίρρ., από τα Κύθηρα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. Κυθήριος, -α, -ον, Κυθήριος, στο ίδ. κ.λπ.· ἡ Κυθηρία (ενν. γῆ), σε Ξεν.