σταχυοστέφανος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον,
A crowned with ears of corn, Δηώ AP6.104 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 931] mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, ὁ ἐστεμμένος διὰ σταχύων, Δηὼ Ἀνθ. Π. 6. 104.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la couronne d’épis.
Étymologie: στάχυς, στέφανος.
Greek Monolingual
-ον, Α
στεφανωμένος με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + στέφανος.
Greek Monotonic
στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, στεφανωμένος με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.